- ρεφερενδάριος
- και ῥαιφερενδάριος και ρεφερεντάριος, ὁ, ΜΑ1. (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος που διαβίβαζε στον βασιλιά τα αιτήματα τών υπηκόων του2. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας που είχε ως έργο του να διαβιβάζει στους άρχοντες τα αιτήματα τού πατριάρχη και σε αυτόν τις απαντήσεις εκείνων3. τίτλος που απονεμόταν κυρίως σε πρεσβύτες ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. referendarius < referendus < refero «επαναφέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.